Ήθη και έθιμα του Πάσχα

Δευτέρα 6 Απριλίου 2015


Οι γιορτές ξεκινούσαν από το Σάββατο του Λαζάρου. Αυτή η μέρα ανήκε στα παιδιά.
Κρατώντας στο χέρι τους από ένα καλαθάκι στολισμένο με λουλούδια, περνούσαν στα σπίτια και έλεγαν.....
........το τραγούδι του Λαζάρου.
 
« Σήμερον έρχεται ο Χριστός
ο επουράνιος Θεός,
εν τη πόλει Βηθανία,
Μάρθα κλαίει και Μαρία,
Λάζαρον τον αδελφόν τους
τον γλυκύ και καρδιακόν τους.

Τρεις ημέρες τον θρηνούσαν
και τον εμοιρολογούσαν.
Την ημέρα την Τετάρτη
κίνησε ο Χριστός για να ’ρθει.

Τότε εβγήκε και η Μαρία
έξω από τη Βηθανία.
Κι εμπρός το γόνυ κλείνει
και τα πόδια Του φιλεί:

-  Αν εδώ ήσουν ,Χριστέ μου,
δε θα πέθαινε ο αδελφός μου.
Μα και τώρα εγώ πιστεύω
και πολύ καλά το ξέρω,
ότι δύνασαι, αν θελήσεις
και νεκρούς να αναστήσεις.

-  Έχεις πίστη βρε Μαρία,
άγομεν εις τα μνημεία.

Τότε ο Χριστός δακρύζει
και τον Άδη φοβερίζει:
-  Άδη, Τάρταρε και Χάρο
Λάζαρε ήρθα να σε πάρω.
Δεύρω έξω, Λάζαρέ μου,
Φίλε και αγαπητέ μου.

Παρευθύς από τον Άδη
ως εξής και ως σημάδι.
Λάζαρος απελυτρώθη
αναστήθη και εσηκώθη.
Ζωντανός σαβανωμένος
και με το κερί ζωσμένος.

Τότε η Μάρθα και η Μαρία,
τότε όλη η Βηθανία:
"Δόξα τω Θεώ"φωνάζουν
και το Λάζαρο εξετάζουν,
-  Πες μας, Λάζαρε, τί είδες;
εις τον Άδη όπου επήγες;

-  Είδα φόβους, είδα τρόμους,
είδα βάσανα και πόνους.
Δώστε μου λίγο νεράκι
να ξεπλύνω το φαρμάκι.
της καρδίας, των χειλέων
και μη με ρωτάτε πλέον  ».
 
 
Στη συνέχεια έλεγαν τραγούδια για τους ανθρώπους του σπιτιού. Για το νοικοκύρη έλεγαν:
 

« Εσένα πρέπει αφέντη μου

στα πεύκα να κοιμάσαι

με το’να χέρι να μετράς,

με τ’ άλλο να δανείζεις.

Ανάμεσα στην κάμαρη

χρυσή καντήλα ανάβεις

να φέγγει της κυρούλας σου

να στρώνει να κοιμάσαι,

να πέφτουν τ’ άνθη πάνω σας

τα μήλα στην ποδιά σας

κι αυτά τα κιτρολέμονα

τριγύρω στο λαιμό σας ».

ακολουθούσε το τραγούδι της νοικοκυράς:

« Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή

κυρά γαϊτανοφρύδα,

σαν έκαμες να στολιστείς

στην εκκλησιά να πάγεις,

βάζεις τον ήλιο πρόσωπο

και το φεγγάρι στήθη,

βάζεις και τον αυγερινό

κουμπί και δαχτυλίδι

και του κοράκου τα φτερά

βάζεις γαϊτανοφρύδι ».

 
 
Αν η οικογένεια είχε ανύπαντρη κοπέλα της τραγουδούσαν:
 
« Σαδώ μαντίλια κρέμονται
σακεί μαντίλια σειούνται.
Έχουμε μια κόρη
που την παντρολογούμε.
-Πάρε κόρη μ’ το βασιλιά
πάρε κόρη μ’ το
ρήγα (=μοναχοπαίδι)
-Δεν θέλω εγώ τον βασιλιά
δεν θέλω εγώ τον ρήγα.
Θέλω το παπαδόπουλο
που’ναι γραμματισμένο.
Χίλιοι κρατούν το χαλινό
χίλιοι το χαλινάρι
κι αυτός δεν καταδέχεται
στη σκάλα να πατήσει ».
 
όταν στο σπίτι υπήρχε μοναχογιός έλεγαν:
 
« Κυρά μου τον εγιόκα σου
κυρά μ’ τον ακριβό σου,
στους βάλτους πιάνει τους λαγούς
στους κάμπους τα περδίκια
κι αυτού στα στριφολάγγαδα
πιάνει τρία
λαφομόσκια. (= τα μικρά του ελαφιού)
Το ’να το πει της μάνας του
τ’ άλλο της αδερφής του
το τρίτο το καλύτερο
της αγαπητικιάς του ».
στο μικρό παιδί της οικογένειας τραγουδούσαν:
« Ένα μικρό μικρούτσικο,
του βασιλιά τ’αγγόνι
τριγύρω γύρω έρχεται
βασιλικό μαζώνει
βασιλικό κι αμάραντο
τρία κλωνάρια μόσκο ».
 
 
Οι νοικοκυρές έδιναν σαν δώρο στα παιδιά αυγά.
 
 
Την Κυριακή των Βαΐων πήγαιναν όλοι στη εκκλησία για να πάρουν δάφνες από το χέρι του παπά. Τις δάφνες τις πήγαιναν στην εκκλησία οι νιόπαντρες γυναίκες. Φεύγοντας από αυτή και φτάνοντας στα σπίτια τους έβαζαν μία δάφνη στο εικονοστάσι, μία στην πόρτα του σπιτιού και μία στην πόρτα του στάβλου.
Από την Μ.Δευτέρα μέχρι την Μ.Τετάρτη γίνονταν το ασβέστωμα των σπιτιών. Σε όλες τις γειτονιές οι γυναίκες ήταν στο πόδι.
 
 
Την Μ.Πέμπτη όλοι πήγαιναν στην εκκλησία για να κοινωνήσουν. Αυτή η μέρα ήταν αφιερωμένη στις ψυχές των νεκρών. Όλες σχεδόν οι οικογένειες πήγαιναν στην εκκλησία κόλλυβα. Το απόγευμα της ίδιας μέρας έβαφαν τα αυγά κόκκινα.

Την Μ.Παρασκευή ξυπνούσαν από το πένθιμο χτύπημα της καμπάνας. Κανένας δεν δούλευε εκείνη την μέρα, οι γυναίκες δεν μαγείρευαν όπως κάθε μέρα. Το συνηθισμένο φαγητό εκείνης της μέρας ήταν η « σκαλτσούνα». Αυτή ήταν πίτα με λάχανα και αλεύρι χωρίς λάδι. Δεν έτρωγαν όλοι μαζί το μεσημέρι αλλά ο καθένας μόνος του. Το πρωί τα παιδιά κρατώντας καλαθάκια στολισμένα με μαύρα μαντήλια περνούσαν στα σπίτια και τραγουδούσαν τα  « Πάθη του Κυρίου»:

« Κάτω στα Ιεροσόλυμα
στον τάφο του Κυρίου
εκεί δέντρο δεν ήτανε
και δέντρο εφυτρώθη.
Το δέντρο ήταν ο Χριστός
και ρίζα η Παναγία
κι αυτά τα ριζοκλώναρα
ήταν οι μάρτυρές του
που μαρτυρούσαν κι έλεγαν
τα πάθη του Κυρίου.


Σήμερον μαύρος ουρανός,
σήμερον μαύρη μέρα,
σήμερον όλοι χλίβονται
και τα βουνά λυπούνται.


Σήμερον έβαλαν βουλή
οι άνομοι Οβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά
κι οι τρισκαταραμένοι
για να σταυρώσουν τον Χριστό
τον πάντα Βασιλέα.

Και Κύριος εθέλησε
να μπει σε περιβόλι
να λάβει Δείπνο Μυστικό,
να τον συλλάβουν όλοι.

Κι η Παναγιά η Δέσποινα
καθόταν μοναχή Της
τας προσευχάς της έκανε
για Τον μονογενή Της.


-  Σώνουν κυρά μου οι προσευχές ,
σώνουν και οι μετάνοιες
και Τον Υιόν σου πιάσανε
και στον φονιά Τον πάνε
και στου Πιλάτου τας αυλάς
κι εκεί Τον τυραγνάνε.


Τετάρτη Τον επιάσανε
Πέμπτη Τον τυραγνάνε
Παρασκευή τ’ αποταχύ
πάνε να Τον σταυρώσουν.

-          Χαλκιά χαλκιά ,φτιάσε καρφιά
φτιάσε τρία περόνια .
Και ’κείνος ο παράνομος
βάνει και φτιάνει πέντε.


-          Συ παραγιέ που τα ’φτιασες
πρέπει να μας διατάξεις .
- Βάλτε τα δυο στα χέρια Του
τ’ άλλα τα δυο στα πόδια,
το πέμπτο το φαρμακερό
βάλτε το στην καρδιά Του ,
να τρέξει αίμα και νερό
να λιγωθεί η καρδιά Του.

Κι η Παναγιά σαν τ’ άκουσε
εβρέθει λιγωμένη.
-          Φέρτε μαχαίρια να σφαχτώ
φωτιά να πάω να πέσω.
Σε τί γκρεμό να γκρεμιστώ
για Τον Μονογενή μου ;

Στάμνα νερό Της ρίξανε
τρία κανάτια μούστο
και τρία με ροδόσταμνα
για να Της έρθει ο νους Της .


Όταν Της ήρθ’ ο λογισμός ,
όταν Της ήρθ’ ο νους Της
φωνή Της ήρθε εξ’ ουρανού
κι απ’ Αρχαγγέλου στόμα:

-Λάβε Κυρά μου υπομονή,
λάβε Κυρά μου ανέχεια.
- Το πώς να λάβω υπομονή,
το πώς να λάβω ανέχεια
είχα υιό Μονογενή
κι Εκείνον σταυρωμένον.
Τον εσταυρώσαν τα σκυλιά
κι οι τρισκαταραμένοι.

Κι η Μάρθα κι η Μαγδαληνή
κι η μάνα του Λαζάρου
και του Ιακώβου η αδερφή
κι οι τέσσερις αντάμα
σαν πήραν το στρατί στρατί,
στρατί το μονοπάτι ,
το μονοπάτ’ τις έβγαλε
μεσ’ του ληστού την πόρτα .


- Άνοιξε πόρτα του ληστού
και πόρτα  του Πιλάτου
κι η πόρτα απ’ το φόβο της
ανοίγει μοναχή της .


Κοιτάει δεξιά, κοιτάει ζερβά
κανένα δεν γνωρίζει.
Κοιτάει και δεξιότερα
και βλέπ’ τον Άη-Γιάννη.


-  Αφέντη αη-Γιάννη Πρόδρομε
που βάφτισες Τον γιο μου
μην είδες τον υιόκα μου
Τον μένε Δάσκαλό σου;


- Δεν έχω χείλη να σου πω,
γλώσσα να σου μιλήσω,
δεν έχω χειροπάλαμο
για να σου Τονε δείξω.


Βλέπεις εκείνο τον γυμνό
τον παραπονεμένο
όπου φορεί στην κεφαλή
αγκάθινο στεφάνι;
Εκείνος ειν’ο γιόκας σου
και μένα ο Δάσκαλός μου.

Η Παναγιά πλησίασε
γλυκά τον ερωτάει:
- Δε μου μιλάς παιδάκι μου,
δε μου μιλάς παιδί μου;


-          Τί να σου πω μανούλα μου
που διάφορο δεν έχεις;
Μόνο το Μέγα Σάββατο
μετά το μεσονύχτι
που θα λαλήσει ο πετεινός
σημαίνουν τα ουράνια.

Σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά
το Μέγα Μοναστήρι
με τετρακόσια σήμαντρα
κι εξήντα δυο καμπάνες
κάθε καμπάνα και παπάς
κάθε παπάς και διάκος.


Όποιος τ’ ακούει σώζεται
κι όποιος το λέει αγιάζει
κι όποιος το παρακουρμαστεί
Παράδεισο θα λάβει.
Παράδεισο και λίβανο
από τον Άγιο Τάφο  » .

 

Την ίδια μέρα τα αγόρια και τα κορίτσια του χωριού στόλιζαν τον Επιτάφιο.

 

Το βράδυ οι μανάδες περνούσαν τα παιδιά τους κάτω από Αυτόν για να μην αρρωσταίνουν.
 
Το Μ.Σάββατο οι άντρες έσφαζαν τα αρνιά για το φαγητό της Ανάστασης και των τριών άλλων ημερών.
 
Το βράδυ οι χωριανοί με τις άσπρες λαμπάδες στα χέρια τους μαζεύονταν στην εκκλησία για την Ανάσταση. Μετά το τέλος της λειτουργίας, έχοντας στα χέρια αναμμένες τις λαμπάδες με το Άγιο Φως, όλος ο κόσμος έβγαινε στο προαύλιο της εκκλησίας για να δημιουργήσουν τον «κύκλο της αγάπης».

«Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ»


Καθένας που έβγαινε από την πόρτα εύχονταν «Χρόνια Πολλά» και έλεγε «Χριστός Ανέστη» σε όλους κατά μήκος του κύκλου, αφήνοντας στην άκρη τα μίση και την έχθρα.


Όποιος τελείωνε τον χαιρετισμό στέκονταν με τη σειρά του δίπλα στον τελευταίο του κύκλου. Με αυτό τον τρόπο ο κύκλος μεγάλωνε και έτσι όλοι στο τέλος έχουν ευχηθεί μεταξύ τους. 


Το έθιμο αυτό διατηρείται και στις μέρες μας τόσο στην Ανάσταση και τις μεγάλες γιορτές , όσο και κατά το τέλος της Κυριακάτικης λειτουργίας. Στη συνέχεια,τα τελευταία χρόνια, μοιράζονται κόκκινα αυγά και πασχαλινά τσουρέκια και όλοι επιδίδονται με μανία στο τσούγκρισμα των αυγών !!

         

ΠΥΡΟΤΕΧΝΗΜΑΤΑ


Όλοι προσπαθούσαν να κρατήσουν αναμμένες τις λαμπάδες τους μέχρι να φτάσουν στα σπίτια τους. Εκεί σχημάτιζαν με τον καπνό από τη φλόγα τους ένα Σταυρό στην εξώπορτα και άναβαν και το καντήλι. Σε όλα τα σπίτια έτρωγαν μαγειρίτσα. Την πρώτη μέρα του Πάσχα οι οικογένειες έψηναν τα αρνιά στις αυλές των σπιτιών. Ήταν οικογενειακή γιορτή.


ΤΟ ΨΗΣΙΜΟ ΤΟΥ ΑΡΝΙΟΥ

 
Την δεύτερη και τρίτη ημέρα γινόταν στα χωριά πανηγύρια. Όλοι μαζεύονταν στη πλατεία του χωριού ή στο προαύλιο της εκκλησίας και γλεντούσαν. Αν την δεύτερη μέρα γιορτάζονταν και η γιορτή του Αγίου Γεωργίου το  πανηγύρι είχε άλλη χάρη.
 
Τότε τραγουδούσαν εκτός από τα άλλα και το παρακάτω τραγούδι :

« Μεσ’ τ’ Αη - Γιωργιού τους πλάτανους

γίνεται πανηγύρι.

Χορός εδώ, χορός εκεί

Όργανα και τραγούδια

Και χίλια ψένονται σφαχτά

σ’ όλο το πανηγύρι.

-Φάτε και πιέτε βρε παιδιά

χαρείτε να χαρούμε,

γλεντήστε τούτο το ντουνιά

του χρόνου ποιος το ξέρει

για ζούμε, για πεθαίνουμε

για σ’ άλλο κόσμο πάμε ».

 
Με γλέντι και χαρά περνούσαν οι μέρες του Πάσχα. Από το πρωί της άλλης μέρας άρχιζαν ξανά οι δουλειές για όλους.

 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου